ξεκοτσάρισμα

ξεκοτσάρισμα
το освобождение от крючка; отцеплёние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεκοτσάρισμα" в других словарях:

  • ξεκοτσάρισμα — το [ξεκοτσάρω] ναυτ. 1. η αποσύνδεση τού συστήματος που συγκρατεί την καδένα τής άγκυρας ώστε αυτή να μην παρασύρεται προς τη θάλασσα 2. τεχνολ. αποσύνδεση ρυμουλκούμενου οχήματος από το ρυμουλκό όχημα …   Dictionary of Greek

  • ξεγάντζωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεγαντζώνω, το βγάλσιμο από το γάντζο, αλλ. ξεκοτσάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»